ὠνητή

ὠνητή
ὠνητός
bought
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωνητός — ή, ό / ὠνητός, ή, όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, όν, Α [ὠνοῡμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει νεοελλ. μσν. φρ. «ωνητό αξίωμα» οφίκιο, αξίωμα τού οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”